βούρκωμα

βούρκωμα
το
η ύγρανση και το θόλωμα των ματιών, το σκοτείνιασμα: Συγκινήθηκε από το βούρκωμα των ματιών της.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βούρκωμα — το [βουρκώνω] 1. η ρύπανση με βούρκο ή λάσπη 2. η θόλωση του νερού 3. η θόλωση του ουρανού 4. η θόλωση των ματιών …   Dictionary of Greek

  • θόλωση — η (Α θόλωσις) [θολώ] (κυρίως για νερό) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού θολώνω, το θόλωμα, το βούρκωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”